- εναποθήκευση
- ηαποθήκευση, συσσώρευση, συγκέντρωση, διαφύλαξη πραγμάτων σ' έναν τόπο («εναποθήκευση σοδειάς, τροφίμων» κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
βενζιναντλία — η αντλητική συσκευή ή εγκατάσταση για την εναποθήκευση και την παροχή βενζίνης … Dictionary of Greek
βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] … Dictionary of Greek
γκαζόμετρο — το 1. ο γκαζομετρητής 2. αεριοφυλάκιο, συσκευή για την εναποθήκευση φωταερίου … Dictionary of Greek
διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα … Dictionary of Greek
καταγγισμός — καταγγισμός, ὁ (Α) [καταγγίζω] η εναποθήκευση τροφίμων για φύλαξη μέσα σε αγγείο … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
μαγαζιάτικο — και μαγαζάτικο, το συν. στον πληθ. τα μαγαζ(ι)άτικα το ποσό που πληρώνεται ως ενοίκιο για την παραμονή εμπορευμάτων σε αποθήκη, η δαπάνη για την εναποθήκευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. ιάτικο (πρβλ. βδομαδ ιάτικο, μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek